11 χρόνια χωρίς τον Μιχάλη Μενιδιάτη

170

Ο Μιχάλης Μενιδιάτης ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές του λαϊκού τραγουδιού

Ο Μιχάλης Μενιδιάτης αποτέλεσε μια εξέχουσα προσωπικότητα της ελληνικής λαϊκής μουσικής και επιχειρηματίας που αναδείχθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Γεννημένος ως Μιχάλης Καλογράνης στις 29 Ιουνίου 1932 στο Μενίδι, αφοσιώθηκε στη μουσική με μεγάλη πάθος.

Η είσοδός του στον χώρο της δισκογραφίας σηματοδοτήθηκε το 1957 με το τραγούδι “Θα χτίσω μια καλύβα” του Γερ. Κουβάτου. Ωστόσο, η πραγματική αναγνώριση ήρθε μέσω των συνεργασιών του με τον Απόστολο Καλδάρα, συμπεριλαμβανομένων τραγουδιών όπως “Μην περιμένεις πια”, “Περιφρόνα με, γλυκιά μου”, “Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις”, “Πετραδάκι – πετραδάκι” και πολλά άλλα.

Ενδεικτικές στιγμές της καριέρας του περιλαμβάνουν τραγούδια όπως το “Ξημέρωσε, καλή μου” των Ν. Καρανικόλα – Άκη Πάνου, “Αγωνίες” του Μανώλη Χιώτη, “Πήραν τα στήθια μου φωτιά” του Καραμπεσίνη, “Λαϊκός τραγουδιστής” του Διονύση Σαββόπουλου (Happy Day), “Η καρδιά της ανήκει αλλού” των Β. Βασιλειάδη – Γ. Κιούρκα, “Ένα τραγούδι πες μου ακόμα” του Μουσαφίρη και πολλά άλλα.

Ο νεαρός Μιχάλης Καλογράνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μενίδι

Ο πατέρας του εργαζόταν ως φύλακας στην Λαχαναγορά. Από μικρή ηλικία, η μελωδία του μπουζουκιού τον συγκίνησε, και μετά την απελευθέρωση, αφοσιώθηκε στην εξερεύνηση του επιθυμητού αλλά τότε υποτιμημένου οργάνου.

Σύμφωνα με τα λόγια του Κώστα Μαλαχούτη στην αυτοβιογραφία του Μενιδιάτη, “Η οικογενειακή κατοικία μας ήταν κοντά στη λεωφόρο Δημοκρατίας, περίπου 800 μέτρα από τη σημερινή κεντρική πλατεία του Μενιδίου. Ήταν ένα ταπεινό σπίτι, παρόμοιο με τα υπόλοιπα. Δεν ξεχώριζε ανάμεσα στα μικρά διώροφα σπίτια. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, ο κόσμος δούλευε στα χωράφια. Και εμείς, ως παιδιά, μοιραζόμασταν το ίδιο πρόγραμμα και συνδράμαμε στις εργασίες. Εκείνη την εποχή, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η απόκτηση ακόμα και των βασικών αναγκών απαιτούσε μεγάλη αφοσίωση”, διηγείται ο ίδιος.

Το ντεμπούτο του στη σκηνή πραγματοποιήθηκε το 1953 στο “Δροσιά” του Δημήτρη Γκίκα στο Μενίδι, παρά τις έντονες αντιδράσεις του πατέρα του. Εκεί, μοιράστηκε τη σκηνή με καλλιτέχνες όπως οι Μιχάλης Δασκαλάκης, Τάκης Μπίνης, Γιώργος Λαύκας και Γεράσιμος Κλουβάτος. Το μαγαζί, που είχε και έναν όμορφο κήπο, αποτελούσε ένα εξαιρετικό θέατρο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου η Αθήνα συνέρευναν για να απολαύσουν στιγμές διασκέδασης.

Ο συνδυασμός του υψηλού ταλέντου του, της αρρενωπής παρουσίας του και της σοβαρότητάς του τον καθιέρωσαν γρήγορα ως ένα εμβληματικό πρότυπο της εποχής. Αυτή η αναγνώριση, σε συνδυασμό με την ανοδική του πορεία ως επιχειρηματίας στον τομέα της νυκτερινής διασκέδασης από το 1964, όταν μαζί με τον αδελφό του, Κοσμά Καλογράνη, ίδρυσαν ένα νυκτερινό κέντρο, συνέβαλαν στην εδραίωση της θέσης του στο πανόραμα της κοινωνίας.