Το Ευαγγέλιο Κυριακής Δ’ Νηστειών 29 Μαρτίου 2020 (Ιωάννου της Κλίμακος)

374

Ευαγγέλιο κατά Μάρκου Θ’ 17-31

17 Καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.18 Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.19 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.20 Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.21 Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.22 Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.24 Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.25 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.26 Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.29 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Μετάφραση

17 Και ένας από το πλήθος αποκρίθηκε, «Διδάσκαλε σου έφερα τον υιό μου, που έχει πνεύμα άλαλο. 18 Όταν τον πιάσει, τον ρίχνει κάτω και αφρίζει και τρίζει τα δόντια και γίνεται ξερός. Και είπα εις τους μαθητές σου να το βγάλουν αλλά δεν μπόρεσαν». 19 Αυτός δε αποκρίθηκε, «Ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι μαζί σας, έως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρετε τον σε εμένα». 20 Και του τον έφεραν. Και μόλις το πνεύμα τον είδε, αμέσως τον συντάραξε και έπεσε εις την γην και κυλιότανε και άφριζε. 21 Και ερώτησε τον πατέρα του, «Πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;». Αυτός δε είπε, «Από παιδικής ηλικίας. 22 Πολλές φορές και στην φωτιά τον έριξε και στα νερά, δια να τον εξολοθρεύσω. Αλλά αν μπορείς να κάνεις τίποτε βοήθησε μας, σπλαγχνίσου μας». 23 Ο δε Ιησούς του είπε, «Εάν μπορείς να πιστέψεις όλα είναι δυνατά εις εκείνον που πιστεύει». 24 Τότε φώναξε αμέσως ο πατέρας του παιδιού και με δάκρυα είπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». 25 Όταν δε ο Ιησούς είδε ότι μαζεύεται κόσμος, επέπληξε το πνεύμα το ακάθαρτο και του είπε, «Το άλαλων και κωφών πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και να μη μπεις ποτέ πλέον μέσα του». 26 Αυτό, αφού φώναξε και τον σπάραξε δυνατά, βγήκε, το δε παιδί έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι πέθανε. 27 Αλλά ο Ιησούς τον έπιασε από το χέρι, τον σήκωσε και στάθηκε όρθιος. 28 Και όταν ο Ιησούς μπήκε εις το σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως, «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;». 29 Και αυτός τους είπε, «Το γένος αυτό δεν είναι δυνατόν να βγει με κανένα άλλο μέσον παρά με προσευχή και νηστεία». 30 Και όταν έφυγαν από εκεί, περνούσαν δια της Γαλιλαίας και ο Ιησούς δεν ήθελε να μάθει κανείς τίποτε,
31 διότι δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί εις τα χέρια ανθρώπων και θα τον θανατώσουν και αφού θανατωθεί, την τρίτη ημέραν θα αναστηθεί.