Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τα Χριστουγεννιάτικα του Αγίου της Ελληνικής Λογοτεχνίας

551
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τα Χριστουγεννιάτικα του αγίου της Ελληνικής λογοτεχνίας

Γράφει ο Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου,

Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες.

Με αυτό το βιογραφικό απάντησε στον Γ. Βλαχογιάννη, ο κυρ-Αλέξανδρος, όταν του το ζήτησε για τις Εκδόσεις της Εστίας. Ο Παπαδιαμάντης ήταν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες της νεότερης Ελλάδας με εξαιρετική γραφή και γλώσσα, με ένστικτο και καλή επίγνωση ανθρώπινων χαρακτήρων, βασάνων και πόνων, αλλά διέθετε και χιούμορ, μέσα στα βάσανα. Έγραψε δυνατά μυθιστορήματα, πολλά διηγήματα με χαρακτήρα κυρίως ηθογραφικό, κάμποσα ποιήματα, άρθρα, κριτικές μελέτες και πολλές μεταφράσεις. Κάλυψε όμως κι όλες τις γιορτές με όμορφα διηγήματα (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, Πάσχα), που κάλυπταν κάθε χαρακτήρα, κάθε πίκρα ή χαρά.

Στο άρθρο αυτό θα εστιάσουμε στα Χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, με τη σειρά που τυπώθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και θα τα γνωρίσουμε όλα ένα-ένα. Έχουν γίνει άπειρες προσπάθειες να μαζευτούνε, εδώ πρόκειται για μια συγκεντρωτική δουλειά, θα μαζευτούν όλα για την εορταστική τούτη την εποχή και θα παρουσιαστούν ΟΛΑ με τη σειρά τους και με πληροφορίες δημοσίευσης, μια μικρή περίληψη και νόημα για το καθένα.

Κάθε χρόνο έδινε, ένα, δυο και τρία καμμιά φορά διηγήματα για τις γιορτές αυτές. Ξεκινάμε το ταξίδι στο χρόνο και στον κοσμοκαλόγερο άγιο της ελληνικής λογοτεχνίας, τον κυρ-Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

1. Tο πρώτο χριστουγεννιάτικο διήγημά του ήτανε Το Χριστόψωμο, δημοσιεύτηκε 26/12/1887 στην Εφημερίς και θέλησε να δείξει ήθη, έθιμα, αλλά και να εμφανίσει την αδυναμία του ανθρώπου να επιδράσει πάνω στη τύχη του, είτε με καλή, είτε με κακή πρόθεση. Στο παρόν, μια κακιασμένη πεθερά θέλει να φαρμακώσει τη νύφη που δε κάνει παιδιά, μ’ ένα χριστόψωμο, που όμως το τρώει κατά λάθος ο γιος της. Το διήγημα δείχνει επίσης τη νησιώτικη ζωή της Σκιάθου μιας κι ο γιος της ήταν ναυτικός.

2. Επόμενο, Η Υπηρέτρα, (Εφημερίς, 25/12/1888), μιλά για μια μικρούλα ορφανή από μητέρα και κακοπαθημένο πατέρα, που στα γεράματα έγινε πορθμέας για να τα φέρει βόλτα και μια τελευταία κακοτοπιά με ευτυχώς καλό τέλος. Εμφανίζει εδώ όλες τις προετοιμασίες της γειτονιάς για την εκκλησιά, φαιδρά και σοβαρά. Γενικά, σε πλημμυρίζει συναισθήματα, -όπως όλος ο Παπαδιαμάντης φυσικά.

3. Ο Σημαδιακός είναι το επόμενο διήγημα και δόθηκε για δημοσίευση 6/6/1889 στην Εφημερίς και πρόκειται για ένα στιγμιότυπο, από 2 μικρά ξαδελφάκια 12 και 10 ετών, που έχουνε συνήθειο να ‘ναι μαλλωμένα όλο το χρόνο, να αγαπίζουνε τα Χριστούγεννα και να ξανατσακώνονται τα Φώτα. Με μπόλικη δόση χιούμορ ο συγγραφέας εξιστορεί τι περιπέτειες περάσανε κείνη τη βραδυά τα πιτσιρίκια, δείχνοντας παράλληλα άλλες πτυχές συνηθειών του νησιού.

4. Είμαστε ακόμα στο 1889 και κάνει την εμφάνισή της η Σταχομαζώχτρα, στις 25/12, πάλι στην Εφημερίς, ένα μεστό και ρωμαλέο διήγημα, που μιλά για μια γριούλα και τα παθήματά της τις γιορτινές μέρες αλλά τελικά φτάνει μια επιταγή του γιου της που ‘ναι στη ξενητειά στην Αμέρικα, για να περάσει καλά κι αυτή λιγάκι. Η επιταγή πέρασε από τα δόντια του τοκογλύφου της περιοχής που τρεις το λάδι, τρεις τα χρωστούμενα και καλά, τελικά οι δέκα αγγλικές λίρες θα γινόντουσαν σκόνη, αλλά επενέβη ένας περαστικός, άγγελος σκέτος, που της κατέβαλλε το ποσό των εννιά λιρών κι η γριούλα έκαμε καλές γιορτές. Τώρα τι μας δείχνει αυτό; Ό,τι είναι άσκημο να προσπαθείς να κερδίζεις πάντα περισσότερα, αλλά να τα κερδίζεις από άλλους κερδισμένους ή έστω όχι χαμένους, αλλά είναι σάπιο αν προσπαθείς να γδύσεις κακόμοιρους με κοροϊδία για να τους πάρεις και το τίποτα. Και δεν έγινε ποτέ εξαίρεση στο κόσμο γι’ αυτό!

5. Η Χτυπημένη, ήταν αυτό που δημοσιεύτηκε την επόμενη χρονιά, 25/12/1890, στο Αττικόν Μουσείον. Επρόκειτο για μια γυναίκα που είδε μια καδίνα, ένα ξωτικό και που από τη ταραχή που την έζωσε βουβάθηκε και τη κατέφαγε τελικά αυτό το σαράκι. Πάλι εδώ ανακατεύονται πάθη, μίση, συμπάθειες και δεισιδαιμονίες. Εξαιρετικό!!!

6. Ο Πολιτισμός Εις Το Χωρίον, (Εφημερίς, 25/12/1891) έφτασε επιτέλους, ήρθανε κι οι γιορτές. Η δις χαροκαμένη μάνα έχει άρρωστο το στερνοπούλι κι έναν άντρα, κάπως άσωτο. Μόλις πιάνει λεφτά στο καμίνι του ασβέστη, πάει και τρωγοπίνει κι άμα θυμηθεί να γυρίσει σπίτι, έχουνε μείνει ψίχουλα. Αλλά ο πολιτισμός ερχάμενος στο χωριό πλέον ορίζει, οι νέοι να παίζουνε χαρτιά, οι τοκογλύφοι να ρουφάνε μεδούλια μέχρι τέλους, οι γιατροί αν είναι κωλόκαιρος να μη βγαίνουν εύκολα απ’ το σπίτι να πάνε σ’ ασθενή κι έτσι ο Λευθεράκης ήτανε καταδικασμένος. Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

7. Την ίδια χρονιά 25/12/1891, στο Άστυ όμως, παραδίνει τον Αμερικάνο, μια συγκινητική επάνοδος, ενός από χρόνια ξενιτεμένου, είχε κι αρραβωνιαστεί αλλά έφυγε, έκανε χρόνια πολλά έξω, πέθαναν οι γονείς του κι όταν επιστρέφει νομίζει πως δεν τον θυμάται κανείς κι η κοπέλα τονε ξέχασε. Περνά τη νύχτα των Χριστουγέννων ψάχνοντας στοιχεία κι αναμνήσεις και τελικά ο έρωτας δεν χάθηκε, τονε θυμάται ακόμα. Στη πορεία του όλης της νύχτας μέχρι το τέλος, περνά από διάφορα νησιώτικα του καφενέ κι απαντά κάμποσους χαρακτήρες, είναι από τα πολύ καλά διήγηματα.

8. Στο Χριστό Στο Κάστρο, περάσανε τόσες περιπέτειες και ταλαιπωρίες μια χούφτα πιστοί, για να πάνε να καλύψουνε το κενό της λειτουργίας του, επειδή είχε κλείσει κάθε πέρασμα προς τα εκεί κι είχαν αποκλειστεί 2 βοσκοί, σκεφθήκαν μερικοί χωρικοί με ένα παπά, να σώσουνε τους ανθρώπους και να κάνανε και μια λειτουργία εκεί στο αλειτούργητο. Τελικά το αποτέλεσμα ήτανε μια αξιόλογη κατανυκτική λειτουργία, που φχαριστηθήκανε κι οι βοσκοί που γλυτώσανε και την άλλη μέρα που είχε καλωσύνη επιστρέψανε όλοι μαζί πίσω. Πολύ καλό διήγημα, δημοσιευμένο το α’ εξάμηνο του 1892, σε 2 τεύχη (α και β) στην Εστία.

9. Από δω κι ύστερα ξεκινά η συνεργασία του Παπαδιαμάντη με την Ακρόπολις, του Βλάσση Γαβρηίλιδη που κράτησε χρόνια πολλά και σαν εγκαίνια στις 25-27/12/1893, δημοσιεύει τους Αλαφροΐσκιωτους. Ένα από τα πιο «πλούσια» διηγήματα της σειράς, περιλαμβάνει τα πάντα, μυστήριο, έρωτα, σχέσεις και παραξενιές. Ο μυλωνάς έχει αργήσει, ενώ η πεθερά του ερχόμενη από τον ίδιο δρόμο έφτασε σπίτι. Νεράιδες, ξωτικά κι ένα εκκλησάκι που δέχεται απρόσκλητους επισκέπτες και το λειτουργούν, είναι η αιτία καθυστέρησης του μυλωνά, που μετά την ολονυχτία, με τη πεθερά που τον είχε αναζητήσει κι είχανε ξενυχτήσει στη λειτουργιά, γυρίζουνε ξημέρωμα, ξυπνάνε τη σύζυγο και τα δυο παιδάκια, για τη λειτουργιά κι εξομολόγηση και θεία κοινωνία.

10. Αυτό το διήγημα, που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολις 25/12/1893 με τίτλο: Της Κοκκώνας Το Σπίτι, κι ενώ ξεκινά με μια λυπητερή ιστορία ενός σπιτιού που δεν πρόλαβε να δει νοικοκυρά κι απόμεινε ρημάδι, εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτα –χρόνια μετά- γίνεται τόπος μιας φαιδρής κατάστασης με κάποιον πονηρό τεμπέλη, που θέλει να κλέψει τα κάλλαντα των παιδιών ντυμένος σκαλικάντζαρος. Διπλή δεμένη συνταγή. Η νοικοκυρά που ‘χε ερωτευτεί τότε κείνος που έφτιαξε το σπίτι, πέθανε, λίγους μήνες πριν επιστρέψει αυτός, από φθίση. Κι έμεινε το σπίτι να μετρά το χρόνο.

11. Τρεις χαρές είχε κείνες τις γιορτές η καημένη χήρα, αρραβωνιάσματα, ονομαστική γιορτή και τα «εμβατίκια» του γαμπρού. Κι όλα κυλήσανε καλά όμως με δυσκολίες, που πάντα θα υπάρξουν όσο υπάρχει άνθρωπος. Το τελικό σκορ μετρά κι ήταν όπως Τα Συχαρίκια, το επόμενο κομμάτι κι εξαίρετο, που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολις 1/1/1894.

12. Στις 6/1/1894, των Φώτων, δημοσίευσε στην Ακρόπολις, το διήγημα με τίτλο: Φώτα-Ολόφωτα. Ένας νοικοκύρης ναυτικός κινδυνεύει σ’ ένα σκάφος με 3 άλλους, η γυναίκα του, πρωτάρα, γεννά δύσκολα κι όλα κείνη τη παραμονή των Φώτων, είναι δύσκολα. Προσευχές, ελπίδες λιγοστές, 2 μαμμές για τη νύφη, η πεθερά έχει απελπιστεί κι ο κίνδυνος από θαλάσσης μεγαλώνει ώρα την ώρα. Σκέψεις μαύρες αμέσως μετά τις λευκές, κατάρες κι ευχές και τελικά η νύφη γεννά αγοράκι, -κι ευτυχώς γιατί δεν θέλανε θήλυ- ο άντρας σώνεται με πολύ κόπο, όλα είναι φωτισμένα την άλλη μέρα, ολόφωτα κι η πεθερά ψιθυρίζει: Συγνώμη Παναγία μου για όσα είπα, περασμένα-ξεχασμένα. Από τα μικρότερα σε μέγεθος διηγήματα, αλλά κλείνει πάρα πολλά μέσα του.

13. Η Παναγιά Η Γλυκοφιλούσα, δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολις, 26-27/12/1894 κι είναι από τα πιο μεγάλα. Χωρίζεται σε 3 μέρη. Στο 1ο, μας περιγράφει –ευκαιρία τη κακοκαιρία που χτυπά- τη περιοχή και τα σημεία που θα απασχολήσουν αργότερα, περιγράφει τη Παναγία τη Γλυκοφιλούσα, το παρεκκλήσι που είναι να γιορταστεί στα Επιλόχια της Θεοτόκου (26/12) και τις αγιογραφίες που πλαισιώνουν την εικόνα της Γλυκοφιλούσας. Στο 2ο μέρος μας ιστορεί τη ζωή της μιας βασικής ηρωίδας –κι είναι ό,τι φριχτότερο να ‘χει ν’ αντιμετωπίσει μια μάνα, που πάνω στο θυμό καταράστηκε τη έγκυο κόρη να μη χρονίσει και να πιάσει η κατάρα, πριν περάσει χρόνος είχανε πεθάνει και κόρη και μωρό λίγων ημερών. Βάρος ασήκωτο! Και τέλος στο 3ο μέρος, πρέπει να σωθούν οι αίγες, που χαμε δει στο 1ο μέρος να ‘ναι παγιδευμένες στο γκρεμό. Κι όταν όλα πια τελειώνουνε με το καλό, μετά τη λειτουργία που θα τελεστεί στο παρεκκλήσι και τα ταξίματα, θα γενεί κι ένα καλό γλέντι από τον τσοπάνη που με βοήθεια έσωσε τις αίγες του. Όλα σχεδόν… καλά! Εξαιρετικό κι αυτό!

14. Κι ένα αθηναϊκό διήγημα, με τίτλο Φιλόστοργοι, δημοσιευμένο στην Ακρόπολις, 25/12/1895 κι είναι φανερή η προσπάθεια, να εγκιβωτιστεί στα του χωριού εκπορευόμενα. Λοιπόν μικρό σχετικά, πολλοί εμπλεκόμενοι μεν, με «φιλόστοργες» απόπειρες. Η μια να πάει δώρο της νοννάς της -πόσα αυγά ακριβώς, ώστε να πάρει ρεγάλο με κέρδος δεκαρίτσες- και να «φάει» τάχα το ναύλο για την επιστροφή, ενώ πεζή πήγε πεζή ήρθε. Ο άλλος είχε δυο παιδιά που πολύ τ’ αγαπούσε αλλά ήθελε παρά για να τα… αγαπάει, ο άλλος είχε έξι, αλλά τον έφτανε το επίδομα παρόλο που το είχανε πετσοκόψει, γιατί όντως τ’ αγαπούσε, κι ο επόμενος ήταν υπεύθυνος στο ορφανοτροφείο αλλά τσούρνευε και περιέκοπτε γιατί μάλλον δεν αγαπούσε κανέναν ιδιαίτερη εκτός της τσέπη. Δηλαδή κάνει ένα διαχωρισμό στους φιλόστοργους, με τις περιγραφές των, κατάλληλο. Εξαιρετικό.

15. Ο Παπαδιαμάντης ήτανε «κοσμοκαλόγερος», δεν νυμφεύθηκε ποτέ, ούτε τον είδανε ποτέ με κάποια γυναίκα. Ο Μιχάλης Περάνθης που έγραψε τον βίο του, κάτι έγραψε για μια Λιαλιώ (Ευαγγελία) που τον είχε ξεμυαλίσει κάποτε αλλά πέραν αυτού τίποτε άλλο. Ήτανε κοσμοκαλόγερος επίσης γιατί μόλις έπαιρνε το μισθό του, πλέρωνε τον καφενέ, τον μανάβη, τον μπακάλη και το νοίκι και τα υπόλοιπα τα ‘δινε στους φτωχούς. Έτσι μόνο τη 1η του μηνός ήτανε πλούσιος και τις άλλες μέρες πεινασμένος. Πάντα ήτανε σπάταλος και κακοδιαχειριστής κι αυτό, μαζί κι οι καταχρήσεις του τσιγάρου, του πιοτού κι η ασιτία, συντόμευσαν πολύ τη ζωή του. Το επόμενο λοιπόν διήγημα είναι μια ερωτική κραυγή ενός που τα πίνει και ψάλλει μισομεθυσμένα τον έρωτα κάθε βραδυά και τη τελευταία, ήπιε παραπάνω και τονε σκέπασε το χιόνι. Ο Παπαδιαμάντης, όσο σεμνός υπήρξε, τόσο λυρικός ήτανε στα ερωτικά του, σε βαθμό φλόγας κι ειδικά στο Ο Έρωτας Στο Χιόνι. Ακρόπολις (1/1/1896).

16. Στις 25/12/1896, ήταν η σειρά που θα δημοσιευόνταν Τα Χριστούγεννα Του Τεμπέλη, Ακρόπολις. Όλο είναι ένας… ύμνος στη τεμπελιά του Παύλου του οικογενειάρχη αλλά τεμπέλη, όλοι γύρω του προσπαθούν να τονε συμορφώσουν. Καταπέφτει και σε μιαν ατιμία κλέβοντας τη γαλοπούλα ενός και τελικά με τα πολλά ο δασκαλεμένος μικρός του γιος, με μιαν ατάκα τονε βάζει στη στρωτή σειρά, -αν και δεν ξέρουμε αν θα τη κράτησε πολύ.

17. Δύο χρόνια απουσίασε κι επανέρχεται στην Ακρόπολις δημοσιεύοντας 1/1/1899, το Γουτού – Γουπατού, που είναι εξαιρετικό επίσης. Οι δυο ήρωες της ιστορίας είναι σε δεινή μοίρα: ο ένας είναι ένα συμπαθητικό σφάλμα της φύσης, δεν μιλάει καλά, η μια πλευρά του σέρνεται, αλλά έχει πολύ δύναμη στον ένα βραχίονα, ο έτερος είναι πλέον ορφανός κι άγριος, πολύ δυνατός και με απαιτήσεις. Γιορτινές μέρες κι αυτοί οι δυο έρχονται σε κόντρα με τις ομάδες τους και τελικά πάνε όλα καλά. Όλα καλά μεν, αλλά η όλη διήγηση μέχρι να φτάσει κανείς στο φινάλε, μετράει και δείχνει.

18. Μετά τα 2 χρόνια απουσίας του έρχονται τώρα κι άλλα 4 και θα πρέπει να φτάσει 15/11/1903 για να τον ξαναδούμε στο μηνιαίο τεύχος στα Παναθήναια, -και μάλιστα μοναδικό της χρονιάς αυτής- τούτη τη φορά, με τη Συντέκνισσα. Αυτή είναι μια τσοπάνισσα γριά στο βουνό κι έρχεται να καλέσει τον παπά κάτω στη πεδιάδα, για να βαφτίσει το νεογέννητο –που είναι το 2ο, το 1ο πέθανε πέρυσι- της κόρης της, γιατί κι αυτό είναι ετοιμοθάνατο. Το πώς τα πλέκει τόσο θαυμάσια έτσι ο κυρ-Αλέξανδρος και βγάζει από μέσα σου τόσο δάκρυ, χωρίς να είναι μελοδραματικός, ίσα-ίσα, ε μόνον αυτός το ‘ξερε!

19. Την επόμενη χρονιά έστειλε όμως 3. Το πρώτο, Η Ντελησυφέρω, 25/12/1904 στη Μεταρρύθμισις κι ήτανε μάλλον ένα γλυκύτατο διήγημα, που δείχνει μια νησιώτικη νύχτα Χριστουγέννων εκτυλισσόμενη όλη μες στην εκκλησιά, χωρίς προστριβές, μόνον αστεϊσμοί και πειράγματα και κατανυκτικές στιγμές κι ύστερα μετά την εκκλησία, ένα καλό μάζεμα παρέας με μερικούς από τους ήρωές με μεζέδες και πιοτό. Ένα ήρεμο κείμενο και μερικές στιγμές μοναδικές που γίνονται μόνο στα χωριά. Γι’ αυτό προτιμούσε τα νησιώτικα από τα αθηναϊκά Χριστούγεννα κι ενώ συνολικά έγραψε 180, μόνο 3 αθηναϊκά και τα λοιπά όσα, του νησιού.

20. Το ίδιο έτος γράφει Τ’ Μπουφ’ Του Π’λί και το δημοσιεύει στο Σκριπ 25/12/1894. Όντως μερικοί άνθρωποι λες και τρέχει η τύχη τους. Ούτε σπουδάσανε, ούτε κοπιάσανε ποτέ, κανένα κακό μεγάλο δεν τους πέτυχε, είχανε μέσα και δεν κακοπέσανε, και κάποιοι άλλοι, όλη τη ζωή τους μοχθήσανε –και μοχθούν ακόμα- και πονέσανε –και πονάν ακόμα- και μπόλικα μεγάλα κακά τους πετύχανε και δεν είχανε κανένα μέσο κι όμως τύχη δεν τους χαμογέλασε. Τέτοιος είναι ο κυρ-Στέφος, από τους πρώτους, τους… ακούραστους κι ότι κάνει γίνεται χρυσάφι, είναι και κλέφταρος (για τιμιότητα δεν αναφέρθηκα πριν γιατί θα με πέρνανε τα κλάμματα) κι όμως όλα καλά του πάνε: Σαν το μπούφο, το πουλί, όπως λέει και το διήγημα.

21. Το 3ο στη σειρά το δημοσιεύει στο Άστυ, επίσης 25/12/1904 κι έχει τίτλο: Ο Χαραμάδος. Στο νησί έχουνε τελειώσει οι προμήθειες σε… οίνο και γιορτάρες μέρες πως θα περάσει ο κόσμος χωρίς κρασί; Αλλά όμως είπαμε, ο Θεός είναι μεγάλος και δε θα αφήσει έτσι τους πτωχοπρόδρομους. Μια κακή συνεννόηση, κι ένας ναυτικός από την εβραϊκή συνοικία γίνεται «χαραμάδος» δηλαδή διωγμένος από τη κοινότητα κι έτσι παίρνει το σκάφος και πάει να δώσει το κρασί του εκεί που τονε θέλουνε. Εδώ νομίζω πιότερο χτύπησε χούγια άλλων κι όχι σε μεγάλες στιγμές, αλλά τον αγαπάμε ακόμα…

22. Την επόμενη χρονιά, πάλι καινοτόμησε, δημοσίευσε τούτη τη φορά στο Πατρίς, στο Βουκουρέστι*, 25/12/1905, Το Γιαλόξυλο, διήγημα και γιορτινό και αστείο πάντως, αλλά και πάλι όχι σε κορυφαίες στιγμές. Ένας κατά συνήθειο κλεφτράκος κάθε χρόνο όλο και κάτι αρπάζει. Φέτος αποφάσισε να κλέψει πρόβατα και να τα περάσει με κλεμμένη βάρκα -που θα την επέστρεφε όμως- και τούτη τη φορά απλά την πάτησε. Η βάρκα ήταν κάποιου, που αφού τον είχε καταλάβει, τον είχε ειδοποιήσει πως κάνει πια νερά και φυσικά βούλιαξε με το μεγαλύτερο βάρος. Κι όλα τούτα διημείβονται δίπλα σ’ ένα γιαλόξυλο τεραστίων διαστάσεων, που δίνει το ρυθμό στο κείμενο.
* Σημειωτέον, αυτό το διήγημα βρέθηκε σχετικά πρόσφατα, το 2008, ίσως επειδή είχε δημοσιευτεί στο Βουκουρέστι τότε, να το ‘χε απολέσει η πλήρης ματιά του χρόνου.

23. Πριν ξεκινήσω, να σας πω πως το επόμενο είναι μικρό κι αριστουργηματάκι! Λοιπόν η δημοσίευση έγινε στην Εστία στις 24/12/1906 κι ο τίτλος Άνθος Του Γιαλού! Ένας λεμβούχος νεαρός κι όχι πανέξυπνος κοιμάται κάθε βράδυ στο βαρκάκι του, κάτω απ’ το -χάλασμα πια- Καλύβι Της Λουλούδως. Κανείς δεν ήξερε να του πει τί σήμαινε αυτό και γιατί το λέγαν έτσι. Κάθε βράδυ επίσης, έβλεπε πέρα στο βάθος ένα φως που τη μέρα που περνούσε δεν υπήρχε κάτι εκεί. Κάλεσε ένα φίλο να πάνε να δούνε μα κείνο το φως ξεμάκραινε αντί να πλησιάζουν. Τελικά ένας γέροντας τους εξήγησε πως μάταια ψάχνουν, το φως το βλέπουν μόνο τη νύχτα οι «καθαροί» κι οι αλαφροίσκιωτοι, γιατί είναι της Λουλούδως ο καημός. Δεν θέλω να προχωρήσω και πολλά είπα, να το διαβάσετε οπωσδήποτε! Με λίγα λόγια χτύπησε πολλαπλά, μέχρι και στη πολιτική άσκησε κριτική και το ‘κανε με τόσο γλυκό τρόπο.

24. Το επόμενο είναι το πιο μικρό αλλά έχει ψυχή μεγάλη. Ο τίτλος: Το Κρυφό Μανδράκι και δημοσιεύτηκε στην Αλήθεια, στις 25/12/1906. Στο χωριό περιμένουνε τον γέρο Στάθη τον Γρούτσο και το μικρό του γιο, να τους πάνε αρνάκια, προμήθεια, για τα Χριστούγεννα κι ο καιρός δεν στέργει κι η βάρκα του πολλάκις πισσωμένη και καλαφατισμένη, είναι του κάκου. Ωστόσο κάνει μια έξυπνη κίνηση και τελικά, αν και τελευταία στιγμή τους πηγαίνει μερικά, χάρις την έμπνευση της τελευταίας στιγμής κι όλα ευτυχώς βαίνουνε καλώς. Πολύ καλό αν και μικρούλι, με μπόλικο πλούτο μέσα του.

25. Το επόμενο γιορτινό, ήτανε πρωτοχρονιάτικο και πάλι περίμεναν εφόδια οι χωρικοί από έναν έμπειρο ναυτικό, από την αγορά του Βόλου. Δημοσιεύτηκε στο αντίστοιχο τεύχος του περιοδικού Νέα Ζωή, της Αλεξάνδρειας τη 1/1/1907 κι είχε τίτλο: Τα Λιμανάκια. Ο καημένος είχε πέσει σε καιρό ανάποδο, ενώ πήρε όλες τις παραγγελιές κι η μόνη του αγωνία δεν ήτανε για τη ζωή του, αλλά μην αναγκαστεί να κάνει αβαρία -να αδειάσει πραμάτεια δηλαδή ν’ αλαφρώσει- για να σώσει το σκάφος. Πράγμα δυστυχώς που δεν απέφυγε τελείως κι ήξερε πια πως δεν θα γλυτώσει τις γκρίνιες, αλλά τουλάχιστον έφτασε σώος στο νησί του. Αρκετά καλό αν και μικρό κι είναι το προτελευταίο της σειράς.

26. Το τελευταίο διήγημα είναι δημοσιευμένο στην Αλήθεια, τη 1/1/1907 κι έχει τίτλο: Τα Πτερόεντα Δώρα. Λέω να το βάλω ολόκληρο, γιατί εκτός που είναι μικρό, έχει και μια εσάνς ευχής, με τα τελευταία του λόγια σχεδόν και σαν να κάνει μια ανακοίνωση και πάλι, λες κι ένιωθε το τέλος να έρχεται:

Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του -τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.


—————————————————————————————————————–

Πρέπει να πω πως απ’ όλα τα διηγήματα, 3 μόνον ανήκουνε στα Αθηναϊκά κι όλα τα λοιπά είναι του νησιού του. Στα πρώτα φαίνεται η τάση του να πασχίσει να τα κάνει να φαίνονται Νησιωτικά, έστω κι αν είναι δύσκολο η μεγάλη πόλη να «στεγάσει» τα ίδια πράγματα, που αυτός θα επιθυμούσε -αυτός ήτανε κι ο κύριος λόγος που προτιμούσε να ζει στο νησί του- και χάνουνε κάπως την αίγλη τους. 3-4 είναι Πρωτοχρονιάτικα και 2 των Φώτων. Σε όλα όμως φαίνεται η καλή προσπάθεια να «διδάξει» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη σωστή ζήση και την χριστιανική ηθική, αναγνωρίζοντας ωστόσο τις αδυναμίες των ανθρώπων και με κάποιο τρόπο, τις συγχωρεί. Σε μερικά υπήρξε τραγικός, σε μερικά ιδιαίτερα κεφάτος και σε μερικά απλός μάρτυς των γεγονότων, ωστόσο παντού καίριος, πετυχημένα ηθογράφος και φυσικά σε όλα ήτανε ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ σπουδαίος.

Αχ κύριε Αλέξανδρε πόσο μας λείπεις τώρα σε τούτη τη καμπή του Χρόνου. Πόσο μας λείπεις…